Πρόσφυγες και μετανάστες, ξεριζωμένοι άνθρωποι που αναζητούν ένα καλύτερο αύριο, όχι από επιλογή, αλλά από ανάγκη, από ανάγκη επιβίωσης. Άνθρωποι που άφησαν πίσω πατρογονικές εστίες, αγαπημένα πρόσωπα και μνήμες, που δεν πρόλαβαν πολλές φορές να κοιτάξουν πίσω και να αποχαιρετήσουν όπως αρμόζει τη γενέθλια γη, κουβαλώντας μια για πάντα μέσα τους το ασήκωτο βάρος του ξεριζωμού.
Ανείπωτος πόνος, βαθιά νοσταλγία και αγάπη για τη χαμένη πατρίδα, αυτά είναι μερικά μόνο από τα συναισθήματα που συνθέτουν την προσφυγιά και την οποία οι Έλληνες βίωσαν πολλές φορές στο πετσί τους στο πέρασμα της ιστορίας.
Κορυφαία στιγμή αποτέλεσε η Μικρασιατική καταστροφή του 1922, τότε που χιλιάδες Έλληνες της Μικράς Ασίας αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τη γη τους και να μετακινηθούν στον ελλαδικό χώρο, πληρώνοντας τις αμαρτίες και τα λάθη του ελληνικού κράτους, το οποίο θολωμένο από τις επεκτατικές του βλέψεις, όπως αυτές συμπυκνώθηκαν στο όραμα της «Μεγάλης Ιδέας», της Ελλάδος των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών, προσπάθησε να απλωθεί μακρύτερα από εκεί που έφταναν οι δυνάμεις του.
Όπως κάθε ιστορικό γεγονός, η Μικρασιατική καταστροφή δεν θα πρέπει να εξετάζεται μοιρολατρικά. Αντιθέτως, είναι καίριο να αναλύονται οι λόγοι, οι αιτίες, τα λάθη και οι παραλήψεις που οδήγησαν σε αυτόν τον εθνικό όλεθρο. Ως εκ τούτου είναι κρίσιμο να αναζητήσει κανείς πως συγκροτήθηκε αυτός ο μεγαλοϊδεατισμός εντός του νεοσύστατου ελληνικού κράτους.
Βασικός αρχιτέκτονας αυτής της πολιτικής υπήρξε ο αμφιλεγόμενος πολιτικός Ιωάννης Κωλέττης, ο οποίος ξεδίπλωσε με γλαφυρό τρόπο το νόημα της «Μεγάλης Ιδέας» σε αγόρευσή του κατά τη διάρκεια της Α’ Εθνοσυνέλευσης τον Ιανουάριου του 1844, όπου ανέφερε χαρακτηριστικά: «Το Βασίλειο της Ελλάδος δεν είναι η Ελλάς. Αποτελεί έν μέρος μόνον, το πλέον μικρόν και το πλέον πτωχό της Ελλάδος. Υπάρχουν δύο μεγάλα κέντρα του Ελληνισμού. Αι Αθήναι είναι η πρωτεύουσα του Βασιλείου. Η Κωνσταντινούπολις είναι η μεγάλη πρωτεύουσα, η Πόλις, το όνειρο και η ελπίς όλων των Ελλήνων».
Στα λόγια του Κωλέττη συμπυκνώνεται το όραμα για μια «Μεγάλη Ελλάδα», το ισχυρότερο ιδεολόγημα της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, το οποίο από εκείνη τη στιγμή και έπειτα θα παγιωθεί ως μείζον εθνικός στόχος και θα προβληθεί κατά καιρούς από διαφόρους πολιτικούς.
Επρόκειτο σαφώς για ένα όραμα, το οποίο γρήγορα απέκτησε ευρεία λαϊκή αποδοχή, αφού κατάφερε να ξυπνήσει αλυτρωτικές βλέψεις στο εσωτερικό της ελληνικής κοινωνίας, με αποτέλεσμα να προβάλλεται ως εθνική επιταγή και ως θρησκευτική υποχρέωση, εγκλωβίζοντας το ελληνικό κράτος σε ένα φαύλο κύκλο λαϊκισμού και μεγαλοϊδεατισμού, τον οποίο το ίδιο εξέθρεψε.
Το ελληνικό κράτος οραματιζόταν μεγάλες Ελλάδες, τη στιγμή μάλιστα που δεν ήταν σε θέση να λύσει τα πιο απλά εσωτερικά πολιτικά και οργανωτικά ζητήματα, προσπαθώντας με αυτόν τον τρόπο να κρύψει τις παθογένειες του και τη στρεβλή διαχείρισή του.
Πώς η «μεγάλη ιδέα» γέννησε τη Μικρασιατική Καταστροφή
Η εμφάνιση του Ελευθέριου Βενιζέλου στο πολιτικό προσκήνιο, ταυτόχρονα με τις ευνοϊκές διεθνείς συγκυρίες και τις πρόσκαιρες πολεμικές επιτυχίες των βαλκανικών πολέμων, αναθέρμαναν τη «Μεγάλη Ιδέα», προσδίδοντας της μια νέα δυναμική, αποκτώντας πλέον μια πολύ πιο συγκεκριμένη στόχευση, η οποία θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε πως έφτανε μέχρι το απατηλό όνειρο κατάκτησης της Κωνσταντινούπολης και ανασύστασης της βυζαντινής αυτοκρατορίας.
Φαινομενικά τουλάχιστον, η «Μεγάλη Ιδέα» υπήρξε ένα από τα πιο μεγαλόπνοα σχέδια εθνικής ολοκληρώσεως στη βαλκανική χερσόνησο, επιδιώκοντας την απελευθέρωση και ενσωμάτωση όλων των ιστορικών ελληνικών χώρων, δηλαδή της Θεσσαλίας, της Μακεδονίας, της Θράκης, των Επτανήσων, των Δωδεκανήσων, της Κρήτης, της Κύπρου, της Μικράς Ασίας και του Πόντου, σχηματίζοντας μια νέα ελληνική αυτοκρατορία.
Είναι βέβαια γεγονός πως η επέκταση του ελληνικού αστικού κράτους, παρότι υπήρξε εγγενές στοιχείο της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, υπό το ιδεολογικοπολιτικό βάρος της «Μεγάλης Ιδέας», εντούτοις δεν περιλάμβανε ως προτεραιότητα τη Μικρά Ασία, τουλάχιστον μέχρι το ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, αφού κυριαρχούσε η πεποίθηση πως η επιδίωξη των Νεότουρκων να μετασχηματίσουν την Οθωμανική Αυτοκρατορία σε ένα πολυεθνικό αστικό κράτος, θα λειτουργούσε ευνοϊκά για τα συμφέροντα του ελληνικού κεφαλαίου, δημιουργώντας προοπτικές για την εμπορική και οικονομική κατάκτηση της Ανατολής ή ακόμα πιο φιλόδοξα έως και την ειρηνική επικράτηση του ελληνισμού επί αυτής.
Κύριος εκφραστής της παραπάνω ιδέας, υπήρξε ο Ίωνας Δραγούμης, ο οποίος πίστευε στη δυνατότητα βαθμιαίας διάβρωσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας εκ των έσω διαμέσου της εξάπλωσης της ελληνικής πνευματικής και οικονομικής κυριαρχίας, δίχως να βρίσκεται σε πρώτο πλάνο μια κατά μέτωπο πολεμική σύγκρουση μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων.
Ο δρόμος που επικράτησε, όμως, ήταν εν τέλει ο δρόμος του Βενιζέλου, ο οποίος διέβλεπε σε μια απελευθέρωση των υπόδουλων ελληνικών περιοχών και σε μια άμεση ενσωμάτωσή τους στο ελληνικό κράτος, βλέψη η οποία σήμαινε αναγκαστικά μια κατά μέτωπο σύγκρουση με την Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Ήταν οι νικηφόροι Βαλκανικοί Πόλεμου του 1912-1913, οι οποίοι έγειραν την πλάστιγγα προς τον δεύτερο δρόμο, αφού οι Έλληνες άρχισαν να γεύονται τους πρώτους παχυλούς εδαφικούς καρπούς και ο Βενιζέλος παγιωνόταν ως ο αδιαμφισβήτητος πολιτικός ηγέτης του ελληνικού κράτους, μετά και τον γεωγραφικό και πληθυσμιακό διπλασιασμό της Ελλάδος.
Βέβαια, οι Βαλκανικοί Πόλεμοι υπήρξαν και η θρυαλλίδα της ρήξης στις σχέσεις Βενιζέλου και βασιλέως Κωνσταντίνου, που οδήγησε στη συνέχεια στον εθνικό διχασμό. Με το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Βενιζέλος επεδίωκε πάση θυσία την είσοδο της Ελλάδας στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ, πιστεύοντας πως είχε έρθει η ώρα της εκπλήρωσης της «Μεγάλης Ιδέας». Ο Βενιζέλος πίστευε ακράδαντα πως με αυτόν τον τρόπο, η Ελλάδα όχι μόνο θα διατηρούσε τα εδαφικά κέρδη των βαλκανικών πολέμων, αλλά ταυτόχρονα θα ήταν σε θέση να επεκτείνει αποφασιστικά τα σύνορα της.
Από την άλλη πλευρά, ο σπουδαγμένος στη Γερμανία Κωνσταντίνος και παντρεμένος με την αδερφή του Γερμανού Κάιζερ, δε μπορούσε παρά να υποστηρίζει μια «διαρκή ουδετερότητα», η οποία επί της ουσίας εξυπηρετούσε τα γερμανικά πολεμικά συμφέροντα. Ο εθνικός διχασμός διαίρεσε την Ελλάδα σε βενιζελικούς και σε φιλοβασιλικούς, φτάνοντας στο σημείο να υπάρχουν ταυτόχρονα δύο διαφορετικές κυβερνήσεις.
Το δέλεαρ μιας ενδεχόμενης επέκτασης προς την εξαιρετικά πλούσια Μικρά Ασία ήταν τεράστιο για την ελληνική αστική τάξη, ώστε να το αγνοήσει. Μια ενδεχόμενη προσάρτηση της Μικράς Ασίας θα αναβάθμιζε σημαντικά το ελληνικό αστικό κράτος όχι μόνο ως προς τη γεωπολιτική του ισχύ, αλλά θα πρόσφερε τις οικονομικές προϋποθέσεις να μετεξελιχθεί γρήγορα σε ένα πλούσιο και κραταιό αστικό κράτος.
Το τέλος του Α’ Παγκοσμίου, που βρήκε την Ελλάδα στην πλευρά των νικητών, διεύρυνε με τη συνθήκη των Σεβρών ακόμα περισσότερο τα ελληνικά σύνορα, ίσως πέραν και από τις πιο αισιόδοξες προβλέψεις, επιβεβαιώνοντας έστω και πρόσκαιρα τη ρήση του Βενιζέλου για μια Ελλάδα των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών.
Στη συνθήκη των Σεβρών, όμως, οι εδαφικές φιλοδοξίες του Βενιζέλου είχαν φτάσει πολύ μακρύτερα από εκεί που θα μπορούσε να υπερασπιστεί το διχασμένο και υπερχρεωμένο ελληνικό κράτος, τη στιγμή που ο ελληνικός λαός ήταν εμφανώς καταβεβλημένος από τις συνεχείς πολεμικές συρράξεις και τη φτώχεια, με αποτέλεσμα το κόμμα του Βενιζέλου να ηττηθεί στις εκλογές του Νοεμβρίου του 1920 και τις τύχες της χώρας να αναλάβουν και πάλι οι φιλοβασιλικές δυνάμεις, οι οποίες παρότι αρχικά ευαγγελίζονταν την επιδίωξη της ειρήνης, εν τέλει συνέχισαν δυναμικά τις στρατιωτικές επιχειρήσεις στο μικρασιατικό μέτωπο.
Διαβλέπουμε, λοιπόν, πως η εκστρατεία στη Σμύρνη, υπήρξε μια απολύτως συνειδητή στρατηγική επιλογή της ελληνικής αστικής τάξης. Συνειδητή επιλογή, υπό την έννοια πως παρότι αρχικά τέθηκε ως στόχος από τη μερίδα της αστικής τάξης που εκπροσωπούσε πολιτικά ο Βενιζέλος, εν συνεχεία υιοθετήθηκε από το σύνολο της.
Έτσι δικαιολογείται και το γεγονός πως όταν η φιλοβασιλική αντιπολίτευση κέρδισε τις εκλογές του 1920 ακολούθησε κατά γράμμα την ίδια πολιτική, παρά τις πρότερες διαφωνίες της. Υπό αυτό το πρίσμα, μπορεί βάσιμα να υποστηριχθεί πως η μικρασιατική εκστρατεία δεν διέβλεπε στην προστασία των ελληνικών πληθυσμών, παρότι δικαιολογήθηκε ως τέτοια.
Ο ελληνικός στρατός, όχι απλώς δεν έμεινε στη Σμύρνη, αλλά την άνοιξη του 1921, προελαύνει προς την Άγκυρα, καταλαμβάνοντας μάλιστα καίρια στρατηγικά σημεία (Εσκί-Σεχίρ και Αφιόν-Καραχισάρ), επιδεικνύοντας έναν άνευ νοήματος επεκτατισμό, ο οποίος ξεπερνούσε κατά πολύ τη λελογισμένη ως έναν βαθμό ρητορική απελευθέρωσης των αλύτρωτων Ελλήνων. Προϊόντος του χρόνου, η εκστρατεία εξελίχθηκε σε οικονομικά δυσβάσταχτη για το ελληνικό αστικό κράτος, το οποίο έτσι και αλλιώς εξαρτιόταν ζωτικά από τα δάνεια των μεγάλων δυνάμεων.
Ο Κεμάλ δράττεται της ευκαιρίας και με τη βοήθεια των μεγάλων δυνάμεων, των οποίων τα επιμέρους συμφέροντα μεταβάλλονταν συνεχώς, αναδιοργανώνει τον τουρκικό στρατό και ξεκινάει μια δυναμική αντεπίθεση, η οποία έμελλε να ολοκληρωθεί με την ολέθρια καταστροφή της Σμύρνης.
Οι πρώην σύμμαχοι της Ελλάδας κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο σταδιακά προσεταιρίστηκαν την Τουρκία (ιδίως η Γαλλία και η Ιταλία), ενώ οι ΗΠΑ τήρησαν μια ουδέτερη στάση, έχοντας έντονα εμπορικά συμφέροντα στην περιοχή. Πιο συγκεκριμένα, η Γαλλία μόλις αντιλήφθηκε πως δεν ήταν σε θέση να διατηρήσει υπό τον έλεγχό της την Κιλικία ήρθε σε συμφωνία με τον Κεμάλ και αποχώρησε. Όμοια έπραξε και η Ιταλία, εγκαταλείποντας τον παρόμοιο στόχο της στο βιλαέτι του Αϊδινίου.
Παράλληλα, τόσο η Γαλλία όσο και η Ιταλία υπέγραψαν μυστικές συμφωνίες με τους Τούρκους, τροφοδοτώντας τους με όπλα και πυρομαχικά. Μόνο η Βρετανία υποστήριζε φαινομενικά την ελληνική πλευρά, χωρίς όμως ποτέ να προσφέρει κάποια συγκεκριμένη βοήθεια. Η Βρετανία ενθάρρυνε την Ελλάδα να συνεχίσει τον πόλεμο, για όσο διάστημα αυτός εξυπηρετούσε τα συμφέροντά της και στη συνέχεια την εγκατέλειψε στην τύχη της.
Για ακόμη μια φορά, η Ελλάδα είχε επιλέξει να στηρίζεται σε ξένες πλάτες, ξεχνώντας γρήγορα το μάθημα της απελευθέρωσης του 1821. Περαιτέρω, η Ελλάδα πλήρωσε μια ακόμα επιλογή του Βενιζέλου, ο οποίος το 1919 αποδέχεται πρόταση της Γαλλίας να σταλούν ελληνικές δυνάμεις στην Ουκρανία, στο πλαίσιο της επέμβασης των συμμάχων της Αντάντ εναντίον των μπολσεβίκων, που είχε ως αποτέλεσμα τον πρόσκαιρο εναγκαλισμό Ρωσίας και Τουρκίας. Ο Βενιζέλος πίστευε πως η αναφανδόν αποδοχή του συνόλου των επιδιώξεων της αγγλικής και γαλλικής διπλωματίας θα διάνοιγε τον δρόμο προς τη Μικρά Ασία.
Δείτε ακόμα: Αρβανίτικα: Μέσα από τις απογραφές του ελληνικού κράτους
Ανοίγοντας εδώ μια σύντομη παρένθεση, αυτή η απόφαση του Βενιζέλου είχε και έναν ακόμη σημαντικό αντίκτυπο. Η επαφή του ελληνικού εκστρατευτικού σώματος με τους μπολσεβίκους άσκησε τεράστια επίδραση στις αντιλήψεις, όχι μόνο των απλών φαντάρων, αλλά και των στελεχών του ελληνικού στρατού.
Δεν ήταν τυχαίο το γεγονός πως οι περισσότεροι ανώτεροι αξιωματικοί, που προσχώρησαν λίγα χρόνια αργότερα στις γραμμές του ΕΛΑΣ και πολέμησαν αποφασιστικά τους ναζιστές κατακτητές, προέρχονταν από αυτό ακριβώς το εκστρατευτικό σώμα, που είχε σταλεί το 1919 στην Ουκρανία.
Στα τέλη Αυγούστου 1922 άρχισε η αντεπίθεση του Κεμάλ, με την υποχώρηση του ελληνικού στρατού να είναι άμεση, με αποτέλεσμα σε λίγες μόνο μέρες ο τουρκικός στρατός να μπει στη Σμύρνη, η οποία παραδόθηκε στις φλόγες. Χιλιάδες άνθρωποι προσπάθησαν να φύγουν προς την Ελλάδα, με όποια μέσα μπορούσαν για να σωθούν, αφήνοντας πίσω όλο τους το βιός.
Η ισχυρή ναυτική συμμαχική δύναμη, που βρισκόταν αγκυροβολημένη στο λιμάνι, όχι μόνο δεν έκανε τίποτα για να αποτρέψει την καταστροφή της πόλης, αλλά οι στρατιώτες χτυπούσαν τα χέρια των Μικρασιατών, που κατάφερναν να φτάσουν ως τα καράβια τους και τους πετούσαν πίσω στη θάλασσα.
Μετά την κατάρρευση του μετώπου, βενιζελικοί στρατιωτικοί επαναστάτησαν με το κίνημα της 11ης Σεπτεμβρίου 1922, απαιτώντας την παραίτηση του βασιλιά Κωνσταντίνου. Η όξυνση των ενδοαστικών αντιθέσεων, αλλά και η προσπάθεια να καταλαγιάσει η λαϊκή αγανάκτηση είχαν ως αποτέλεσμα την παραπομπή σε δίκη οκτώ ηγετικών παραγόντων της βασιλόφρονης παράταξης, οι οποίοι θεωρήθηκαν υπεύθυνοι για τη Μικρασιατική εκστρατεία. Ακόμη μια μελανή σελίδα της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας γράφτηκε έτσι με την εκτέλεση έξι στελεχών της κυβέρνησης Γούναρη, με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας.
Η δίκη των υπαιτίων πραγματοποιήθηκε με συνοπτικές διαδικασίες και στόχο είχε την εκτόνωση της λαϊκής οργής με την καταδίκη σε θάνατο και την εκτέλεση στο Γουδή των: Δημητρίου Γούναρη, Νικόλαου Θεοτόκη, Γεώργιου Χατζανέστη, Πέτρου Πρωτοπαπαδάκη, Γεώργιου Μπαλτατζή και Νικόλαου Στράτου, στις 28 Νοεμβρίου 1922.
Παράλληλα, ο Βενιζέλος τοποθετήθηκε επικεφαλής των διαπραγματεύσεων, με την ηττημένη Ελλάδα να υπογράφει στις 24 Ιουλίου 1923 τη συνθήκη της Λωζάνης, η οποία αντικατέστησε τη συνθήκη των Σεβρών. Ο Βενιζέλος επιδεικνύοντας αυτήν τη φορά έναν ασυνήθιστο πραγματισμό, αγωνίστηκε όχι για την περαιτέρω επέκταση των ελληνικών συνόρων, αλλά για τη διαφύλαξη της απειλούμενης εδαφικής ακεραιότητας της Ελλάδος, δίχως βέβαια να είναι σε θέση να αποτρέψει τον ξεριζωμό των χιλιάδων Ελλήνων της Μικράς Ασίας και του Πόντου.
Η Μικρασιατική καταστροφή θεωρείται δικαίως ως η μεγαλύτερη συμφορά του νεότερου ελληνισμού. Αυτό που πολλές φορές αποσιωπάται είναι πως δυστυχώς υπήρξε κυρίως αποτέλεσμα δικών της λαθών και αστοχιών. Με τη συνθήκη της Λωζάνης και την υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών, ο ελληνισμός της Μικράς Ασίας και της Ανατολικής Θράκης ξεριζώθηκε και χιλιάδες Έλληνες εξοντώθηκαν.
Ενώ η τύχη δεν ήταν καλύτερη και για άλλους πολλούς χιλιάδες, οι οποίοι ήρθαν πρόσφυγες στην Ελλάδα, αφού το σχεδόν χρεοκοπημένο ελληνικό αστικό κράτος δεν ήταν σε θέση να στεγάσει και να περιθάλψει αυτόν τον τεράστιο πληθυσμό, ενώ οι ντόπιοι τους υποδέχθηκαν τις περισσότερες φορές με ρατσισμό και καχυποψία. Παράλληλα, η αποχώρηση των μουσουλμανικών πληθυσμών από την ελληνική επικράτεια, κατέστησε την Ελλάδα σαφώς περισσότερο εθνικά και θρησκευτικά ομοιογενής, θάβοντας ταυτόχρονα δια παντός τις αυταπάτες της «Μεγάλης Ιδέας».
Πέραν πάσης αμφιβολίας, η μικρασιατική καταστροφή επέφερε βαθιές τομές σε ολόκληρο το φάσμα της ελληνικής κοινωνίας (οικονομικό, πολιτικό, πολιτισμικό), δημιουργώντας ένα νέο κοινωνικό μωσαϊκό, αφού οι παλιές συντηρητικές αγροτοκτηνοτροφικές κοινωνίες έρχονταν σε επαφή με νέες προοδευτικές αξίες και συνήθειες, οδηγώντας τρόπον τινά σε ένα έστω και δειλό ρεύμα ριζοσπαστισμού.
Ένας ριζοσπαστισμός, ωστόσο, ο οποίος ποτέ δεν κατόρθωσε να κάνει το αποφασιστικό βήμα, με αποτέλεσμα ο υπαίτιος ως έναν βαθμό Βενιζέλος, να είναι την επόμενη μέρα ο διαχειριστής των συνεπειών της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής κρίσης που ξέσπασε μετά τη στρατιωτική ήττα της Μικρασιατικής εκστρατείας, επιτρέποντας με αυτόν τον τρόπο στην ελληνική αστική τάξη να ανασυνταχθεί και να θωρακιστεί, συντηρώντας την επιρροή των αστικών πολιτικών δυνάμεων στους κόλπους των λαϊκών μαζών.
Παρά το φιλελεύθερο προσωπείο το οποίο πλέκει στον Βενιζέλο η κυρίαρχη ελληνική ιστοριογραφία, ο Βενιζέλος ήταν εκείνος ο οποίος με το λεγόμενο «ιδιώνυμο», ποινικοποίησε τις «ανατρεπτικές» ιδέες και άνοιξε τον δρόμο για τις άγριες διώξεις αντιφρονούντων, αλλά και τη βίαιη καταστολή των συνδικαλιστικών κινητοποιήσεων.
Σε μια συνολική αποτίμηση, ο Βενιζέλος διέβη τον Ρουβίκωνα, εκκινώντας από τον μεγαλοϊδεατισμό και καταλήγοντας στον πολιτικό πραγματισμό.
Ο ένθερμος υποστηρικτής της «Μεγάλης Ιδέας» και της Ελλάδος των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών της συνθήκης των Σεβρών έδωσε τη θέση του στον πραγματιστή Βενιζέλο της συνθήκης της Λωζάνης, ο οποίος προσπάθησε να μετριάσει τις συνέπειες της καταστροφής και που στη συνέχεια με την ελληνοτουρκική σύμβαση της Άγκυρας του 1930 προσυπόγραψε το σύμφωνο ελληνοτουρκικής φιλίας, θέτοντας τέλος τόσο στις ελπίδες των Μικρασιατών για επιστροφή στις πατρογονικές εστίες τους όσο και για ενδεχόμενες αποζημιώσεις.
Ταυτόχρονα, ήταν αυτός που θα έθετε τις εθνικές βλέψεις της χώρας σε δεύτερη μοίρα, αποφεύγοντας να ανακινήσει το ζήτημα της ιταλικής κατοχής των Δωδεκανήσων, μη θέλοντας να διαταράξει της σχέσεις των δύο χωρών.
Αν θέλουμε να είμαστε ακριβείς, η Μικρασιατική καταστροφή δεν σηματοδότησε την εγκατάλειψη της «Μεγάλης Ιδέας» του Ελληνισμού, αλλά μονάχα την προσπάθεια υλοποίησής της υπό την εδαφική της έννοια. Υπό αυτό το πρίσμα, οι ποιητές μας θα αναζητήσουν υποκατάστατα της «Μεγάλης Ιδέας».
Ο Σεφέρης γράφει το «Μυθιστόρημα» και ο Ελύτης «το Άξιον Εστί». Πρόκειται αδιαμφισβήτητα περί διακηρύξεων διατήρησης της «Μεγάλης Ιδέας», αλλά με μια σαφώς βαθύτερη και ουσιαστικότερη σημασία. Όχι με πολεμικές εκστρατείες και εδαφικές διευρύνσεις, αλλά με λέξεις και εικόνες, που επαινούν το μεγαλείο του ελληνικού πνεύματος και πολιτισμού. Ενώ, από το δικό τους μετερίζι, ο Βάρναλης και ο Ρίτσος θα αναζητήσουν το υποκατάστατο της ρωμηοσύνης στις σοσιαλιστικές ιδέες, που φέρνουν οι εξελίξεις στην επαναστατημένη Ρωσία.
Σε κάθε περίπτωση, πέραν των όποιων προσώπων, η καταστροφή της Σμύρνης υπήρξε το προδιαγεγραμμένο τέλος των υπέρ του δέοντος φιλοδοξιών της ελληνικής αστικής τάξης, της «Μεγάλης Ιδέας» και του ελληνικού επεκτατισμού. Η νεότερη ελληνική τραγωδία είχε βαρύτατο απολογισμό: 25.000 νεκροί και τραυματίες στρατιώτες.
Πάνω από 1.500.000 Έλληνες αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις εστίες των προγόνων τους και να έρθουν πρόσφυγες στην Ελλάδα, αφήνοντας πίσω τους πάνω από 500.000 νεκρούς και έναν σπουδαίο πολιτισμό αιώνων. Αυτό που δεν συντελέστηκε σε πάνω από 400 χρόνια Οθωμανικής κατάκτησης, συντελέστηκε σε έναν μήνα, σταματώντας διαπαντός την ανάπτυξη του ελληνικού πολιτισμού στη μία από τις δύο ακτές που τον γέννησαν.
*του Τάσου Σκλάβου, διδάκτωρ Κοινωνιολογίας
Δείτε ακόμα: Ντρέδες: Η εμφύλια διαμάχη του 1823 και ο ρόλος του Παπατσώρη