Στις μέρες μας παρά τις βαθιές καπιταλιστικές κρίσεις που συντελούνται συνεχώς τις τελευταίες δεκαετίες, δεν υπήρξε παραδόξως ποτέ στιγμή στην ιστορία του καπιταλισμού, όπου η εξάλειψη και η αντικατάσταση του συστήματος από μια άλλη κοινωνική μορφή να φαινόταν τόσο απίθανη. Ποτέ άλλοτε ο καπιταλισμός δεν βρισκόταν τόσο λίγο αντιμέτωπος με τη θεωρητική και πρακτική πρόκληση μιας αντιθετικής δύναμης.
Σήμερα και ιδίως ύστερα απ’ την δεκαετία του 1980 έχει συντελεστεί μια σημαντική ανατροπή των σχέσεων μεταξύ πολιτικής και οικονομικής εξουσίας σε βάρος της πρώτης, αλλά και η μεταφορά μέρους της ηγεμονίας στο εσωτερικό του συγκροτήματος εξουσίας απ’ το παραδοσιακό κεφάλαιο στο χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο.
Η ανατροπή των σχέσεων πολιτικής και οικονομικής εξουσίας στο σύγχρονο αστικό κράτος
Το κέντρο βάρους των κυριότερων και πιο κρίσιμων αποφάσεων μεταφέρεται απ’ την εκτελεστική εξουσία και τη διοίκηση στα ισχυρά οικονομικά συμφέροντα κάθε χώρας και, σε υπερεθνικό επίπεδο, στα χρηματοπιστωτικά κεφαλαιουχικά κέντρα, τις λεγόμενες «αγορές».
Σε κάθε περίπτωση ακόμα και αν παραδεχθούμε την ηγεμονία του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου στο αστικό μπλοκ -διότι υπάρχουν και αρκετές ενστάσεις προς αυτό-, εντούτοις ο χρηματοπιστωτικός καπιταλισμός του 21ου αιώνα δεν αποτελεί έναν νέου τύπου καπιταλισμό, αλλά μια συγκεκριμένη ιστορική μορφή του σε συνάφεια με το περιεχόμενό του.
Ως εκ τούτου, η κυριαρχία του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου δεν ισοδυναμεί με παρακμή του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, αλλά αντιθέτως καταδεικνύει την τάση του κεφαλαίου να αναπτύσσεται πέρα και έξω από υλικούς και κοινωνικούς περιορισμούς.
Δείτε ακόμα: Ντρέδες: Η εμφύλια διαμάχη του 1823 και ο ρόλος του Παπατσώρη
Η κυριαρχία του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου οδήγησε σε μια σειρά δομικών αλλαγών στην καπιταλιστική παραγωγή. Κυριότερα, επέτρεψε στις επιχειρήσεις να συμμετέχουν απευθείας στις χρηματοπιστωτικές αγορές όχι μόνο για δανεισμό, αλλά και για απόσπαση υπεραξιών, ενώ παράλληλα μετέτρεψε τον δανεισμό των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων σε βασική κερδοφόρα τραπεζική συναλλαγή. Επιπροσθέτως, τα νοικοκυριά συνδέθηκαν στενά με τις αγορές, είτε επενδύοντας τις αποταμιεύσεις τους είτε δανειζόμενα προκειμένου να ικανοποιήσουν ανάγκες τους.
Αυτή η μεταβολή έχει επιφέρει ριζικές ανατροπές τόσο στη δομή, όσο και στον ίδιο τον πυρήνα του καπιταλιστικού κράτους. Το αστικό κράτος παύει να αποτελεί τον αποκλειστικό εγγυητή της αναπαραγωγής της εξάρτησης των υποτελών τάξεων, είτε παραχωρώντας ζωτικές λειτουργίες αναπαραγωγής στο κεφάλαιο (περίθαλψη, ασφάλιση), είτε συμπράττοντας μαζί με το κεφάλαιο σε δημόσια έργα (καθαριότητα, κατασκευές), είτε οργανώνοντας το ίδιο τη διαχείριση και την καταστολή του πλεονάζοντος εργατικού δυναμικού, προκειμένου να μετατραπούν σε πεδία κερδοφορίας (προγράμματα εργασίας).
Συνεπώς, επιχειρείται μια διαδικασία επιλεκτικής μείωσης του εύρους του κράτους, υποβάθμισης των κοινωνικών αρμοδιοτήτων του, αλλά και υποχώρησης των νομικών εγγυήσεων, διαμορφώνοντας συνολικά μια κατάσταση συνεχών εξαιρέσεων από το νόμο και το Σύνταγμα. Το κράτος παραχωρεί τμήμα της πολιτικής του εξουσίας στις αγορές, ώστε διαμέσου των οικονομικών αυτοματισμών να χαράσσεται γρηγορότερα η κρατική πολιτική. Το αστικό κράτος, παρότι διατηρεί εν μέρει την αυτονομία του από το κεφάλαιο, αρθρώνεται ως κράτος-ιμάντας.
Άλλωστε, ο νεοφιλελευθερισμός μπορεί να γίνει κατανοητός ως ένα είδος αντεπανάστασης του κεφαλαίου απέναντι στους περιορισμούς της αστικής μεταπολεμικής δημοκρατίας, όπως αυτοί εκφράστηκαν διαμέσου του κεϊνσιανισμού και του κράτους πρόνοιας. Η διόγκωση του δημοσίου χρέους, ο ριψοκίνδυνος δανεισμός και η αντικατάσταση του κράτους πρόνοιας από το κράτος χρέους αποτέλεσαν βασικές μορφές του καπιταλισμού μετά την κρίση του 1973.
Σε καμία περίπτωση, βέβαια, αυτό δεν σημαίνει πως το εθνικό κράτος δεν έχει πια καμία χρησιμότητα. Αντιθέτως, το υπερεθνικό κεφάλαιο χρειάζεται τα εθνικά κράτη, προκειμένου να επιτελούνται τρεις απαραίτητες λειτουργίες: α) η υιοθέτηση φορολογικών και νομισματικών πολιτικών, οι οποίες διασφαλίζουν τη μακροοικονομική σταθερότητα β) η δημιουργία των βασικών όρων υποδομής, που είναι απαραίτητοι για την παγκοσμιοποιημένη οικονομική δραστηριότητα γ) η εξασφάλιση θεσμών κοινωνικού ελέγχου, τάξης και σταθερότητας.
Το κράτος, λοιπόν, δεν υποχωρεί μπροστά στην αδιαμεσολάβητη δράση του κεφαλαίου, αλλά αντιθέτως οργανώνει πολιτικά αυτή τη δράση. Το αστικό κράτος δεν αποδυναμώνεται, αφού οι βασικές του λειτουργίες εξακολουθούν να λειτουργούν, όμως, αναπροσαρμοσμένες σε ένα νέο πλαίσιο αναπαραγωγής.
Το κράτος, λοιπόν, ποτέ δεν απώλεσε την κομβική θέση της οργάνωσης και εγγύησης της ταξικής κυριαρχίας, αλλά αντιθέτως την εκφράζει διαμέσου της νέας δομής του, η οποία περιλαμβάνει ακόμα και εκούσιες παραχωρήσεις αρμοδιότητας.
Δείτε ακόμα: Πώς οι «Μεγάλες Ιδέες» γεννούν Μικρασιατικές Καταστροφές
Προς αυτήν την κατεύθυνση, και προκειμένου το κάθε επιμέρους κράτος να μπορέσει να διαχειριστεί καλύτερα τους αγώνες των εργαζομένων, χρησιμοποιήθηκε μια αλυσίδα υπερεθνικών θεσμών, όπως οι G8, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου, το ΔΝΤ, η Παγκόσμια Τράπεζα, το Eurogroup, διαμέσου των οποίων οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές πήραν τη δεσμευτική μορφή Συνθηκών, Κανονισμών και Οδηγιών. Δημιουργήθηκε έτσι ένα νέο και πλήρες κανονιστικό πλαίσιο λειτουργίας του κράτους.
Στόχο της παραπάνω διαδικασίας αποτέλεσε η δημιουργία θεσμών λήψης αποφάσεων, οι οποίοι θα υπερβαίνουν τους μηχανισμούς και τους θεσμούς της πολιτικής αντιπροσώπευσης, και κατ’ επέκταση θα υπερβαίνουν και κάθε μορφή λογοδοσίας και δημοκρατικού ελέγχου.
Θεσμοί, οι οποίοι μπροστά στην εξυπηρέτηση των επιταγών του παγκοσμιοποιημένου κεφαλαίου, δε διστάζουν ακόμα και να επιβάλλουν τεχνοκράτες πρωθυπουργούς και κυβερνήσεις (όπως συνέβη στην Ιταλία και στην Ελλάδα), που στερούνται λαϊκής νομιμοποίησης και άρα απολαμβάνουν την εμπιστοσύνη του κοινοβουλίου μόνο τυπικά.
Στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης, λοιπόν, η εξουσία εκφεύγει των στενών ορίων του έθνους-κράτους και έχει μετατοπιστεί σε πιο απομακρυσμένους και οχυρωμένους από την ταξική πάλη διεθνείς οργανισμούς και θεσμούς. Διεθνείς μηχανισμοί εξουσίας, οι οποίοι δεν ελέγχονται, δεν λογοδοτούν, δεν νομιμοποιούνται δημοκρατικά και οι οποίοι είναι σημαντικά χαλυβδωμένοι από τις πιέσεις της ταξικής πάλης.
Λογικό συμπέρασμα της παραπάνω θέσης, αποτελεί η αμφισβήτηση της ύπαρξης πραγματικής δημοκρατίας στο σημερινό νεοκαπιταλιστικό κράτος. Από τη στιγμή που η ανώτερη εξουσία βρίσκεται σε εξωτερικούς μηχανισμούς, η εκτελεστική εξουσία κάθε κράτους περιορίζεται σε έναν κατά βάση διαχειριστικό ρόλο. Η Ελλάδα των μνημονίων αποτέλεσε το πιο εξόφθαλμο παράδειγμα, με τις κυβερνήσεις να υιοθετούν τις κεντρικές αποφάσεις των «εξωτερικών» θεσμών, όπως του ΔΝΤ, της ΕΚΤ και του Eurogroup, έχοντας επί της ουσίας περιορισμένη συμμετοχή στη διαδικασία λήψης αποφάσεων. Εγείρεται, έτσι, μείζον ζήτημα δημοκρατικής λειτουργίας του κράτους. Το οικονομικό κυριαρχεί επί του πολιτικού, η έννοια του πολίτη δίνει τη θέση της σε αυτήν του ιδιώτη-καταναλωτή και η έννοια της αστικής δημοκρατίας διαρκώς υποβαθμίζεται.
Συμπερασματικά, στις μέρες μας, οι σαρωτικές αλλαγές στην οικονομική βάση αντανακλώνται με ευκρίνεια πάνω στο εποικοδόμημα και αυτό με τη σειρά του αντεπιδρά αποφασιστικά πάνω στη βάση. Η νέα οικονομική πραγματικότητα της υπερανάπτυξης των καπιταλιστικών σχέσεων και της αποδέσμευσης του κεφαλαίου από κάθε κοινωνική υποχρέωση για χάρη της κερδοφορίας, απαιτεί ένα νέο μοντέλο πολιτικής διακυβέρνησης, το οποίο υπερβαίνει το στενό πλαίσιο της παραδοσιακής αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.
Δείτε ακόμα: Αρχειομνήμων: Πώς θα βρεις παλιούς εκλογικούς καταλόγους
Το μωσαϊκό αυτού του νέου μοντέλου πολιτικής διακυβέρνησης συντίθεται ως υπέρβαση της διάκρισης των εξουσιών, προς όφελος μιας πολυσύνθετης εκτελεστικής εξουσίας. Ο ρόλος του κοινοβουλίου και των αντιπροσώπων μειώνεται στο ελάχιστο, με τις σημαντικές αποφάσεις να λαμβάνονται πλέον σε υπερεθνικά κέντρα υπεράνω ελέγχου και λογοδοσίας.
Διαβλέπουμε, λοιπόν, πως η ίδια η κυρίαρχη τάξη εγκαταλείπει την κλασσική αστικοφιλελεύθερη δημοκρατία, προωθώντας την ανάδυση ενός νέου ιδιόμορφου αυταρχικού κράτους με επιδερμική δημοκρατική επίφαση, με μια συντονισμένη επίθεση στα κεκτημένα δημοκρατικά δικαιώματα και τις πολιτικές ελευθερίες. Σε αυτήν την κατεύθυνση, όλο και συχνότερα σήμερα, η νομοθεσία τείνει να περιλαμβάνει απαγορεύσεις που στρέφονται εναντίον ριζοσπαστικών κομμάτων, συμβόλων και ιδεών, με πληθώρα παραδειγμάτων, όχι μόνο σε τρίτες χώρες, αλλά ακόμα και σε χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Πολωνία, Ουγγαρία).
Η νομιμοποίηση αυτής της πολιτικής δεν επαφίεται μονάχα στον οικονομικό φόβο, αλλά συμπληρώνεται με τη συστηματική προπαγάνδα των μέσων ενημέρωσης, την ομοιογενοποίηση των αστικών κομμάτων, αλλά και την ανάπτυξη νεοφασιστικών μορφωμάτων. Διαβλέπουμε εμφανώς μια στροφή του κομματικού συστήματος προς πιο συντηρητικές κατευθύνσεις.
Τα παραδοσιακά αστικά κόμματα ενσωματώνουν στοιχεία της ακροδεξιάς στον πολιτικό τους λόγο και τη δράση τους, ενώ η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία είναι πλήρως προσαρμοσμένη στις νεοφιλελεύθερες λογικές. Ταυτόχρονα, ακροδεξιά ή αμιγώς φασιστικά κόμματα ενισχύονται εκλογικά και οι κρατικές αρχές επιδεικνύουν αυξημένη ανοχή στην εγκληματική τους δραστηριότητα.
Η Ακροδεξιά όχι μόνο είναι πλήρως ενσωματωμένη στο πολιτικό σύστημα, αλλά σε πολλές περιπτώσεις γίνεται κυβερνητικός εταίρος ή ακόμη και ο μοναδικός διαχειριστής της κυβερνητικής εξουσίας. Αυτή η πολιτική/κομματική στροφή αποτελεί προϊόν συνειδητής επιλογής, αφού τα ακροδεξιά κόμματα χρηματοδοτούνται γενναιόδωρα από το μεγάλο κεφάλαιο και οι απόψεις τους προωθούνται συστηματικά από τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης.
Δείτε ακόμα: Τα Αρβανίτικα στις απογραφές του ελληνικού κράτους
Παράλληλα, το σημερινό κράτος μπορεί να εγγυηθεί την κοινωνική αναπαραγωγή, μόνον εάν περιθωριοποιήσει κάθε αντίθεση και κάθε κοινωνική σύγκρουση, περιορίζοντάς την στα στενά όρια του ατομικού ανταγωνισμού. Με αυτόν τον τρόπο, το κράτος δεν έχει να αντιμετωπίσει συλλογικές ομάδες, αλλά μεμονωμένα άτομα, τα οποία είναι μεταξύ τους ανταγωνιστικά, οδηγώντας σε μια ατονία της κοινωνικής αλληλεγγύης και των συλλογικών κοινωνικών αγώνων, δηλαδή σε μία πολιτική αδιαφορία.
Ο περιορισμός του κοινωνικού και η μετατροπή του σε οικονομικό ατομικισμό και καταναλωτισμό τείνει να ισχυροποιεί το κράτος και να αδυνατίζει την ταξική πάλη, η οποία αποτελεί διαχρονικά την κύρια απειλή.
Συνοψίζοντας, στον σημερινό νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό, τόσο το κοινοβούλιο όσο και η δικαιοσύνη, έχουν απωλέσει μεγάλο μέρος των εξουσιών τους, το οποίο έχει καρπωθεί η εκτελεστική εξουσία και οι κατασταλτικοί μηχανισμοί του κράτους, κατάσταση η οποία μας επιτρέπει να αμφισβητήσουμε την εικόνα της αστικής δημοκρατίας, όπως αυτή είχε αποκρυσταλλωθεί στο τρίπτυχο της διάκρισης των εξουσιών.